
![]() |
Σακχαρώδης διαβήτης κύησης ορίζεται το αυξημένο σάκχαρο, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην εγκυμοσύνη, χωρίς να υπήρξε ποτέ προηγουμένως και φεύγει, στις περισσότερες των περιπτώσεων, μετά το τοκετό. Συνήθως εμφανίζεται κατά το τρίτο τρίμηνο, μπορεί όμως να εμφανιστεί και νωρίτερα, από τις πρώτες βδομάδες της εγκυμοσύνης, ανάλογα με διάφορους προδιαθεσικούς παράγοντες. Οι λόγοι που συμβάλλουν στη γένεση του ΣΔ κύησης ή στην επιδείνωση προϋπάρχοντος διαβήτη είναι η αύξηση του σωματικού βάρους και κάποιες ορμόνες που παράγονται από το πλακούντα στη εγκυμοσύνη. Οι ορμόνες αυτές είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου, αλλά προκαλούν στη μητέρα, που έχει προδιάθεση, αντίσταση στη δράση της ινσουλίνης. Η ινσουλίνη είναι ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας και ρυθμίζει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Αυξάνει την είσοδο του σακχάρου του αίματος στα κύτταρα των διαφόρων ιστών για να παράγουν ενέργεια και έτσι ελαττώνεται το σάκχαρο στο αίμα. Όταν εμποδίζεται η δράση της ινσουλίνης, αναπτύσσεται δηλαδή αντίσταση, το πάγκρεας παράγει περισσότερη ινσουλίνη. Όταν λοιπόν φθάσει στο σημείο που δε μπορεί να παράγει ακόμα πιο πολλή, τότε μαζεύεται το σάκχαρο στο αίμα, πέρα από το κανονικά όρια . Η εμφάνιση ΣΔ κύησης μπορεί να επηρεάσει τόσο την έγκυο όσο και το έμβρυο. Αν τον αφήσουμε χωρίς θεραπεία, αυξάνεται ο κίνδυνος να εμφανιστούν στην έγκυο επιπλοκές όπως αποβολή ή παλίνδρομος, το σύνδρομο προεκλαμψίας, αύξηση του αμνιακού υγρού, και πρόωρος τοκετός. Αντίστοιχα, το πιο συχνό πρόβλημα στο έμβρυο είναι η μακροσωμία, δηλαδή μεγαλύτερη ανάπτυξη από ότι θα δικαιολογούσε η εβδομάδα της εγκυμοσύνης. Η μακροσωμία οφείλεται στο ότι περνάει περισσότερο σάκχαρο από τη μητέρα, μέσω του πλακούντα, στο έμβρυο με αποτέλεσμα να μεγαλώνει πιο γρήγορα. Το μεγαλύτερο έμβρυο είναι πιθανόν να γεννηθεί νωρίτερα και να παρουσιάσει αναπνευστικά προβλήματα αφού οι πνεύμονες είναι από τα τελευταία όργανα που ωριμάζουν. Επιπλέον, ένα μεγάλο μωρό, πάνω από 4 κιλά, παρουσιάζει δυσκολίες στο τοκετό και συχνά χρειάζεται να γίνει καισαρική. Μωρά που γεννιούνται από μητέρες με αρρύθμιστο ΣΔ μπορεί να παρουσιάσουν το πρώτο 24ωρο πολύ χαμηλό σάκχαρο (υπογλυκαιμία), πολύ χαμηλό ασβέστιο, αυξημένο αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων στο αίμα, αναπνευστικά προβλήματα και αργότερα ίκτερο, λόγω της αιμόλυσης. Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες με αρρύθμιστο ΣΔ στο πρώτο τρίμηνο έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν γενετικές ανωμαλίες (γαστρεντερικό, καρδιά, μάτια, σκελετός και εγκέφαλος) και αργότερα στη ζωή τους παχυσαρκία, μεταβολικό σύνδρομο, πολυκυστικές ωοθήκες αν είναι κορίτσια και σακχαρώδη διαβήτη. Ο διαβήτη της εγκυμοσύνης είναι προσωρινή κατάσταση. Μόλις γεννηθεί το μωρό και βγει ο πλακούντας, οι ορμόνες που προκαλούσαν την αντίσταση στην ινσουλίνη μειώνονται και το σάκχαρο επιστρέφει στο φυσιολογικό. Είναι σπάνιο στο ΣΔ να παραμείνει το πρόβλημα και μετά το τοκετό. Αυτό ελέγχεται 2-3 μήνες μετά το τοκετό με εξετάσεις αίματος. Παρ’ όλα αυτά, οι στατιστικές δείχνουν ότι γυναίκες με ΣΔ κύησης έχουν σε ένα ποσοστό μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη ενηλίκων αργότερα στη ζωή τους. Θα πρέπει λοιπόν να προσέχουν το βάρος τους, τη διατροφή τους και να ασκούνται, παράγοντες σημαντικοί στην πιθανότητα εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη. Προδιαθεσικοί Παράγοντες
Η παρουσία δύο ή περισσοτέρων προδιαθεσικών παραγόντων συνιστά υψηλό κίνδυνο για εμφάνιση ΣΔ κύησης, ενώ η παρουσία ενός προδιαθεσικού παράγοντα συνιστά μεσαίο κίνδυνο. Πότε πρέπει να γίνεται ο έλεγχος Πώς γίνεται η διάγνωση Χαρακτηριστικό της εγκυμοσύνης είναι ότι συνήθως το σάκχαρο αυξάνει σε παθολογικά επίπεδα μόνο μετά τα γεύματα και είναι φυσιολογικό προ φαγητού. Έλεγχος πρέπει να γίνεται σε όλες τις εγκύους με τη χορήγηση γλυκόζης. Οι φυσιολογικές τιμές είναι: στο χρόνο 0’ (προ της λήψης γλυκόζης) 92 mg/dl. Σε 60’ μετά τη λήψη: 180 mg/dl και σε 120’ μετά τη λήψη: 153 mg/dl Η καμπύλη των 50γρ γλυκόζης καθώς κι εκείνη των 100γρ χρησιμοποιούνται ακόμα, χωρίς όμως να έχουν μεγαλύτερη διαγνωστική αξία από εκείνη των 75γρ.
Η παρακολούθηση συνίσταται στο καθημερινό έλεγχο σακχάρου αίματος πριν και μετά από τα γεύματα. Κριτήρια για τη συνέχιση της θεραπείας μόνο με δίαιτα θεωρούνται να είναι το πρωινό σάκχαρο νηστείας κάτω από 92 (κατά άλλους κάτω από 95), το σάκχαρο 1 ώρα μετά τα γεύματα κάτω από 130 και δυο ώρες μετά κάτω από 120. Επιπλέον στοιχεία όμως πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν, όπως ο υπερηχογραφικός έλεγχος της ανάπτυξης του εμβρύου, η ποσότητα του αμνιακού υγρού, η παρουσία οιδήματος, η κατάσταση του πλακούντα και η καλή κυκλοφορία του αίματος από τη μητέρα στο έμβρυο. Σε περίπτωση που η θεραπεία μόνο με διατροφική παρέμβαση κρίνεται μη αποτελεσματική, τότε συνιστάται η προσθήκη ινσουλίνης, αρχικά βραδυνής και έπειτα πριν από τα κύρια γεύματα. Οι σημερινές μορφές ινσουλίνης κάνουν τη θεραπεία σχετικά απλή και τη ρύθμιση του σακχάρου εξαιρετικά αποτελεσματική. Η ινσουλίνη δεν περνάει τον πλακούντα και έτσι δεν έχει δράση στο έμβρυο. Είναι όμως σημαντικό να αποφεύγονται οι υπογλυκαιμίες, γιατί αν η μητέρα παρουσιάζει χαμηλό σάκχαρο και το μωρό θα έχει χαμηλό σάκχαρο. Παρ’ όλο που δεν υπάρχουν συγκεκριμένες μελέτες, οι υπογλυκαιμίες στο μωρό έχουν τη δυνατότητα να του δημιουργήσουν πρόβλημα πέρα από τη καθυστέρηση στην ανάπτυξη του. Συμπερασματικά ο ΣΔ Κύησης είναι μια παροδική κατάσταση, που αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά και φεύγει συνήθως μετά τον τοκετό. Οι περισσότερες γυναίκες, αν όχι όλες, εφόσον διατηρήσουν υγιεινές διατροφοκινητικές συνήθειες, δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν πρόβλημα σακχάρου αργότερα στη ζωή τους, παρά μόνο σε μια πιθανή επόμενη εγκυμοσύνη. http://emedicine.medscape.com/ |
Πίσω